- εκατόλιτρο
- το(φυσ.), μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση με εκατό λίτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκατόλιτρο — το 1. μέτρο όγκου που περιέχει εκατό λίτρα 2. όγκος εκατό λίτρων … Dictionary of Greek
εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… … Dictionary of Greek
υφεκατόλιτρο — το, Ν το ένα εκατοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκατόλιτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφεκατόλιτρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείον τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek